βάναυσος

βάναυσος
-η, -ο (AM βάναυσος, -ον)
τραχύς αγροίκος
αρχ.
1. χειρώνακτας, χειροτέχνης
2. σχετικός με τον χειροτέχνη
3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος
4. φρ. «βάναυσος τέχνη» — χειρωνακτική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με ανομοιωτική σίγηση του -υ- < βαύνος («κλίβανος, φούρνος») + αύω «ανάβω». Η υπόθεση κατά την οποία ο τ. βάναυσος < *μάναυσος (με ανομοίωση), το οποίο συνδέεται με τη «γλώσσα» του Ησυχίου μαναύεται «παρέλκεται» και με το μανός «χαλαρός, νωθρός», δεν είναι ικανοποιητική. Τέλος, ο συσχετισμός του βάναυσος με ρ. *βαναύω (παλαιότερο *βαναίω «εργάζομαι όπως μία γυναίκα») < βανά (βοιωτ. τ. του γυνή), δεν φαίνεται δυνατός. Για το επίθημα -σος πρβλ. κόμπασος, μέθυσος, όρυβος κ.ά. Η λ. βάναυσος χρησιμοποιείται στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα για να δηλώσει «τον τεχνίτη, τον χειρώνακτα», κυρίως δε αυτόν που κάνει χρήση της φωτιάς, δηλ. τον αγγειοπλάστη και σιδηρουργό, ενώ συχνά απαντά και με τη σημασία του «χυδαίου, πρόστυχου, ανάξιου». Ήδη από την αρχαιότητα ο όρος βάναυσος προσέλαβε μειωτική σημασία, πράγμα που αντανακλά την περιφρόνηση των Αθηναίων στα χειρωνακτικά επαγγέλματα, και ιδιαίτερα σ' αυτά του αγγειοπλάστη και σιδηρουργού. Γενικά, ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη είχαν τα περισσότερα επίθετα που δήλωναν τον εργατικό άνθρωπο (πρβλ. άθλιος, μογερός, μοχθηρός, πανούργος, πονηρός κ.ά.). Η σημασιολογική αυτή εξέλιξη οφείλεται στον αριστοκρατικό χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, που θεωρούσε τη χειρωνακτική εργασία χαρακτηριστικό του δούλου και όχι ιδεώδη απασχόληση του ελεύθερου ανθρώπου.
ΠΑΡ. αρχ. βαναυσία, βαναυσικός (νεοελλ) βαναυσότητα (-ότης).
ΣΥΝΘ. βαναυσουργός
αρχ.
βαναυσοτεχνώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βάναυσος — artisan masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάναυσος — η, ο επίρρ. βάναυσα απότομος, τραχύς, που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και βιαιότητα: Η βάναυση συμπεριφορά του έγινε η αιτία του διαζυγίου τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαναύσω — βάναυσος artisan masc/fem/neut nom/voc/acc dual βάναυσος artisan masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναύσως — βάναυσος artisan adverbial βάναυσος artisan masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάναυσον — βάναυσος artisan masc/fem acc sg βάναυσος artisan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσοτάτοις — βάναυσος artisan masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσόταται — βάναυσος artisan fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσότατε — βάναυσος artisan masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσότατοι — βάναυσος artisan masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναύσοις — βάναυσος artisan masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”